Διήγημα: “Οικογενειακά Χριστούγεννα”

Η Μάρω άφησε το αχνιστό τσάι μπροστά στη συνάδελφό της. “Να είσαι καλά”, της είπε η Σμαράγδα. Με προσοχή έπιασε το χερούλι της καυτής κούπας και την έφερε μπροστά στη μύτη της για να μυρίσει τα ευεργετικά βότανα. Για δυο-τρία δευτερόλεπτα έκλεισε τα μάτια της και εισέπνευσε.

“Μοσχοβολάει, ε;” ρώτησε χαμογελώντας η Μάρω ενώ ήπιε μια μικρή γουλιά από τον δικό της καφέ που κόντευε να τελειώσει. Η Σμαράγδα άνοιξε τα μάτια κι εξέπνευσε “Μυρίζει Χριστούγεννα! Μόνο η κανέλα του λείπει!”.

Η Μάρω χαμήλωσε αυθόρμητα το βλέμμα της συνειδητοποιώντας πως ξαφνικά την κυρίευσε αμηχανία. “Δεν είναι ακόμα Χριστούγεννα” αρκέστηκε να πει. Η Σμαράγδα παραξενεύτηκε με τη φράση που άκουσε. Γιατί η Μάρω να θελήσει να διευκρινίσει κάτι τέτοιο; Σάμπως δεν ήξεραν και οι δύο τι μέρα ήταν σήμερα και πότε ήταν Χριστούγεννα;! Πριν προλάβει να συνεχίσει την κουβέντα, χτύπησε το τηλέφωνο του γραφείου της κι απάντησε με ένα σιγανό “Παρακαλώ”.

Για λίγο επικράτησε σιγή ανάμεσά τους, καθώς η προϊσταμένη στο τηλέφωνο έδινε τις απαραίτητες οδηγίες για να δηλωθούν οι άδειες των γιορτών. Ήταν σημαντικό να γνωρίζουν στην εταιρεία ποιοι θα έλειπαν και για πόσες μέρες, για να αποφευχθούν τυχόν λάθη και να μη δοθούν παραπανίσιες άδειες, ειδικά προς τα τέλη του μήνα και στις αρχές του νέου έτους που έπρεπε να γίνουν οικονομικοί υπολογισμοί και τελικοί έλεγχοι για τα έσοδα και τα έξοδα της περασμένης χρονιάς.

Η Σμαράγδα κούνησε δυο-τρεις φορές σιωπηλά το κεφάλι της, ενώ φευγαλέα το βλέμμα της περνούσε πάνω από τη Μάρω, για να ξανά φύγει σύντομα και να κοιτάξει κάπου αλλού ενώ προσπαθούσε να συγκεντρωθεί σε όσα άκουγε μέσα από το ακουστικό της. Άλλες δυο φορές είπε συγκαταβατικά “Ναι, καταλαβαίνω” και εντέλει έκλεισε το τηλέφωνο λέγοντας απλά “Καλώς”.

Τώρα η σιωπή ήταν ακόμα πιο έντονη στο δωμάτιο που βρισκόντουσαν. Η Σμαράγδα κοίταξε πλέον σταθερά προς το μέρος της Μάρως, σχεδόν αναγκάζοντας την να την κοιτάξει πίσω. Μόλις ήταν σίγουρη πως είχε την προσοχή της είπε “Για τις άδειες των γιορτών μας πήρε”. Η Μάρω σχεδόν ανέκφραστη, κούνησε ελάχιστα το κεφάλι της παραμένοντας βουβή. “Σκοπεύεις να ζητήσεις κάποιες μέρες άδεια;” ρώτησε η Σμαράγδα μαντεύοντας ήδη την απάντηση. Η Μάρω ασυναίσθητα δάγκωσε το κάτω χείλος της. “Δεν νομίζω να χρειαστεί βρε Σμαράγδα” της είπε νιώθοντας ολοφάνερα άβολα με αυτή τη συζήτηση. “Τέσσερις μέρες που θα κάτσουμε, φτάνουν και περισσεύουν”. Η Σμαράγδα δεν αποκρίθηκε κάτι. Όμως, δευτερόλεπτα μετά αποφάσισε συνειδητά να πιέσει λίγο ακόμα τη συνομιλήτριά της, προκειμένου να λάβει μιαν ξεκάθαρη απάντηση “Δεν είναι ευκαιρία να περάσεις λίγο παραπάνω χρόνο στον τόπο που μεγάλωσες;”. Η Μάρω ρούφηξε λαίμαργα την τελευταία γουλιά καφέ από την κούπα της. Λες και διψούσε πάρα πολύ! “Εκτός αν έχεις άλλα πλάνα” είπε ζυγίζοντας τις αντιδράσεις της η Σμαράγδα. Η Μάρω απλά προσποιήθηκε πως δεν άκουσε την τελευταία φράση της συναδέλφου της και κυριολεκτικά, βάζοντας το στα πόδια, περίπου φώναξε “Ο καφές μου τελείωσε. Πάω να φτιάξω άλλον”.

Ήταν ολοφάνερο πλέον για την Σμαράγδα πως η κατά τ’ άλλα συμπαθέστατη συνάδελφός της δεν ήθελε να συζητήσει πολλά πράγματα γύρω από τα Χριστούγεννα ή για το τι θα έκανε εκείνες τις μέρες. Κι αυτό φυσικά μόνο να εξάψει την περιέργειας της περισσότερο μπορούσε! Χωρίς να το καλοσκεφτεί σηκώθηκε από το γραφείο της και πήγε στο διπλανό δωμάτιο για να βρει τη Μάρω που ήδη έφτιαχνε έναν νέο καφέ για τον εαυτό της.

Στάθηκε στο κατώφλι και η Μάρω ανακατεύοντας με ένα κουταλάκι τη ζάχαρη μες στην κούπα της, σήκωσε το βλέμμα της και την κοίταξε. Για τη Σμαράγδα, τα μάτια της Μάρως εξέπεμπαν μια περίεργη λάμψη! Τι ήταν αυτό; Φόβος; Πανικός; Κι αν ναι, γιατί; Τι κακό είχαν αυτές οι συζητήσεις για τα Χριστούγεννα; “Συγνώμη αν ρώτησα κάτι που δεν έπρεπε” είπε τελικά η Σμαράγδα συνειδητοποιώντας πως μάλλον το είχε παρατραβήξει και δεν ήθελε τη Μάρω σε δυσάρεστη θέση ή με αμυντική στάση απέναντι της. Τ’ ότι δεν καταλάβαινε βέβαια γιατί η Μάρω μιλούσε ή συμπεριφερόταν έτσι περίεργα, δε τη βοηθούσε να σταματήσει αμέσως κι εντελώς να ασχολείται με αυτό το θέμα. Αλλά ίσως τελικά να έπρεπε. Για το καλό τους;

Η Μάρω σαν να διαισθάνθηκε τη διάθεσή της Σμαράγδας να ολοκληρώσουν εδώ αυτή την κουβέντα. Η στιγμιαία ανακούφιση που ένιωσε, παράλληλα ενεργοποίησε μια βαλβίδα αποσυμπίεσης μέσα της, την οποία ίσως πάντα την κουβαλούσε, αλλά μόλις τώρα είχε νιώσει τον λόγο της ύπαρξης της. Χωρίς να το διπλοσκεφτεί πήρε την αυθόρμητη απόφαση και μίλησε: “Δε τα μπορώ τα Χριστούγεννα. Τα μισώ!”.

Η Σμαράγδα γούρλωσε τα μάτια από έκπληξη αλλά και από θετική ικανοποίηση. Τι ενδιαφέρουσα ομολογία! Και πόσο λογικό στο κάτω-κάτω να μη θέλει η Μάρω να πει κάτι τέτοιο πολύ δυνατά! Μιλάμε για τα Χριστούγεννα, τη γιορτή που όλοι είναι υποχρεωμένοι να λατρεύουν και να μετράνε αντίστροφα τις μέρες για να έρθει! Πώς λες ανοιχτά στους άλλους ότι εσύ προτιμάς να μην έρχεται καθόλου;

“Πολλή επιβεβλημένη θετικότητα που καταντάει τοξική!” είπε η Σμαράγδα σαν να μονολογούσε, μα δεν είχε πάρει τα μάτια της από το πρόσωπο της Μάρως. Η Μάρω όμως είχε χαμηλώσει το βλέμμα της, κοιτούσε στο ύψος της κούπας του καφέ, μα στην πραγματικότητα δεν έβλεπε. Ο νους της είχε φύγει μακριά, είχε πάει πίσω στον χρόνο.

Παιδί εκείνη, κοιτούσε το χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα πολύχρωμα λαμπάκια. Ένα βαρύ χέρι πάνω της, στην πλάτη της. Και μετά μπροστά. Στο λαιμό της, στο στήθος της. Για να σου φέρει δώρο ο Άγιος Βασίλης, θα πρέπει να είσαι καλό κορίτσι. Για χρόνια το άκουγε αυτό. Για χρόνια το ίδιο παραμύθι, κι ας είχε καταλάβει από νωρίς ότι δεν υπήρχε Άγιος Βασίλης. Τα δώρα τα έφερνε πάντα αυτό το βαρύ χέρι και τα τοποθετούσε κάτω από το δέντρο για να της θυμίζει πως όσα ήθελε ως παιδί θα τα αποκτούσε πάντα με αντάλλαγμα. Τη σιωπή της. Την υπομονή της. Τον ατελείωτο φόβο της. Τη θλίψη στα μάτια της. Την απορία για το πότε σταματάς να δίνεις κομμάτια του εαυτού σου για να πάρεις μερικά

δώρα; Δεν είναι ίσως καλύτερη μια ζωή χωρίς καθόλου δώρα; Αφού τελικά κανένα δώρο δε θα της έδινε πίσω τη χαρά και την ξεγνοιασιά της. Αν περνούσε τόσα επειδή ήταν καλό κορίτσι, μήπως τελικά δεν έπρεπε να είναι καλό κορίτσι; Μήπως αν ήταν κακό κορίτσι θα γλίτωνε; Ας πάρουν πίσω τα δώρα όλου του κόσμου κι ας γίνει πια κακό κορίτσι!

“Ποτέ ξανά καλό κορίτσι!”.

Μέσα σε μια στιγμή η Μάρω συνήλθε και κατάλαβε πως αυτό το είχε πει δυνατά. Τα μάτια της κατάφεραν να εστιάσουν και πάλι στην κούπα που είχε μπροστά της. Ερχόμενη και πάλι στο εδώ και τώρα, γύρισε αυτόματα και κοίταξε τη Σμαράγδα. Εκείνη την κοιτούσε σιωπηλά και τρυφερά. Είχε σταθεί εδώ και μερικά λεπτά, και την παρακολουθούσε να φεύγει και να επιστρέφει πίσω από το νοερό μα απολύτως αληθινό ταξίδι της. Δεν έκανε βήμα, δεν είπε λέξη. Την περίμενε. Της έδωσε χώρο και χρόνο, ίσως επειδή αντιλήφθηκε πως τα είχε ανάγκη. Η Μάρω ήθελε να πει κάτι, μα δεν ήξερε τι να πει. Να εξηγήσει; Ήταν άραγε απαραίτητο;

“Όλοι έχουμε δύσκολες αναμνήσεις από τις οικογένειές μας” είπε τελικά η Σμαράγδα και η φράση της σαν να έσκισε τη σιωπή και τον αέρα που ανέπνεαν και οι δυο. Ήταν σειρά της Μάρως να γουρλώσει τα μάτια της. Να είχε καταλάβει η συνάδελφος της; Να το είχε μαντέψει με κάποιο τρόπο; Δε μπορεί, μάλλον γενικά κι αόριστα μιλούσε. Δε μπορεί να διάβαζε τη σκέψη της!

“Κι εγώ ώρες – ώρες δε θέλω να ‘ρχονται οι γιορτές!” είπε πάλι η Σμαράγδα και σαν να είχε ολοκληρωθεί αυτή η περίεργη συζήτηση ανάμεσά τους – μα ήταν όντως τελικά συζήτηση; – εκείνη έκανε μεταβολή κι έφυγε από το δωμάτιο, αφήνοντας τη Μάρω για λίγο μόνη της να μην ξέρει ποια θα έπρεπε να είναι η επόμενη κίνηση ή κουβέντα της προς τη Σμαράγδα.

Η Σμαράγδα επέστρεψε στο γραφείο της και κάθισε στριμώχνοντας το πρόσωπό της ανάμεσα στα χέρια της. Χωρίς να το υπολογίζει είχε ανασύρει από τη μνήμη της ολόκληρες σκηνές από προηγούμενες εορταστικές περιόδους της ζωής της. Οι γονείς της να φωνάζουν και να μαλώνουν μεταξύ τους λίγο πριν τον ερχομό του νέου έτους. Ο πατέρας της να καταστρέφει το πάρτυ γενεθλίων της γιατί είχε πιει λίγο παραπάνω. Στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι ο παππούς της να λέει στη μητέρα της πως είχε παντρευτεί έναν άχρηστο που κατέστρεψε την οικογένειά τους και ο οποίος στο μέλλον θα έκανε τα παιδιά του να ντρέπονται για αυτόν. Η μητέρα της να έρχεται να τη βρίσκει στο δωμάτιο της που καθόταν μόνη της και δεν ήθελε να δει κανέναν, για να της πει πως δεν πρέπει να κρατάει μούτρα στον πατέρα της επειδή φωνάζει, ενώ πρέπει να καταλάβει πως έτσι ζουν όλες οι οικογένειες. Κι αυτό να γίνεται πάλι και πάλι. Αναρίθμητες φορές να της λέει η μητέρα της να μη θυμώνει. Να καταλαβαίνει και να αποδέχεται. Και μετά ο πατέρας της να της λέει πως αυτός είναι και πρέπει να τον σέβεται επειδή είναι πατέρας της. Και μετά η νονά της, οι φίλοι των γονιών της, πολλοί μεγάλοι που μπαινόβγαιναν στο σπίτι, της έλεγαν να μη στενοχωρεί τον μπαμπά και τη μαμά. Να μη σηκώνεται από το τραπέζι και να φεύγει. Να κάθεται με την οικογένειά της τις γιορτές όπως κάνουν όλα τα παιδιά. Έτσι είναι οι οικογένειες, τις αποδεχόμαστε και τις αγαπάμε. Κι όπως τη συμβούλευαν για χρόνια και για χρόνια αυτοί οι μεγάλοι, οι ενήλικες, οι οποίοι προφανώς ήξεραν καλύτερα από ‘κείνη τα πάντα, γιατί οι μεγάλοι πάντα ξέρουν πολλά και για αυτό πρέπει να τους ακούν τα παιδιά, έτσι σταδιακά εξαφανίστηκαν όλοι τους και δεν ξανά πάτησαν στο σπίτι τους. Κι έμεινε μόνη της με τη μητέρα της και τον πατέρα της. Κι αναρωτιόταν, τι να ‘φταιξε άραγε; Γιατί έφυγαν και δεν ξανάρθαν όλοι αυτοί; Μήπως και η δική της οικογένεια δεν ήταν μια οικογένεια σαν όλες τις άλλες; Δεν έπρεπε να τους αποδεχθούν για αυτό που ήταν όπως τόσες και τόσες οικογένειες;

Το ελαφρύ χτύπημα στην πόρτα του γραφείου της έκανε τη Σμαράγδα να ανοίξει τα μάτια της και να αφήσει το πρόσωπό της να απελευθερωθεί από τα χέρια της. Ταραγμένη ακόμη, κοίταξε τη Μάρω η οποία την κοίταζε πίσω με ανησυχία αλλά και αληθινό ενδιαφέρον. “Όλα καλά;” τη ρώτησε διστακτικά. Η Σμαράγδα κάθισε πίσω στην καρέκλα της ισιώνοντας την πλάτη της και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Δεν ήθελε να πει κάτι, μα πριν καν το καταλάβει ξεστόμισε: “Τα Χριστούγεννα πολλοί άνθρωποι θέλουν να αυτοκτονήσουν!”, για να συνειδητοποιήσει δευτερόλεπτα μετά πως ίσως ήταν το πιο παράδοξο και εξωφρενικό πράγμα που θα μπορούσε να πει και τελικά να που το είπε! Ή μήπως τελικά ήταν μια απόκριση σε ένα θέμα προς συζήτηση που ποτέ δεν τέθηκε; Ή είχε τεθεί ασυνείδητα ανάμεσά τους, μα καμιά δεν το είχε εξ αρχής παρατηρήσει;

Πριν συνεχίσει να διερωτάται για το αν τις μεγαλύτερες συνειδητοποιήσεις τις αναζητούμε και τις βρίσκουμε εμείς οι ίδιοι ή μας τις φέρνει όποτε γουστάρει η ίδια η ζωή, άκουσε τον ήχο κλήσης από το κινητό της. Η κολλητή της από το Λονδίνο την καλούσε και κάτι μέσα της, της έλεγε πως δε θα άκουγε ευχάριστα νέα. Με το που ψέλλισε ένα “Γεια” την άκουσε να κλαίει. Αχ, ρημαδιασμένη διαίσθηση! Ή μήπως τελικά ήταν η προϋπάρχουσα γνώση της που την ενημέρωνε πως η φίλη της εδώ και καιρό δεν ήταν καλά, άρα όλο αυτό μοιραία κάπου θα κορυφωνόταν; “Τελείωσε;” αρκέστηκε να ρωτήσει η Σμαράγδα. Και μετά σώπασε για πολλή ώρα. Μόνο άκουγε. Αυτό έπρεπε τώρα να κάνει. Να δώσει στη φίλη της, το δώρο που ποτέ εκείνη δεν έλαβε.

Η Μάρω βλέποντας αυτή τη σκηνή να εξελίσσεται μπροστά της, θέλησε για μια στιγμή να φύγει. Να αφήσει τη Σμαράγδα μόνη της, να αφοσιωθεί σε αυτό που έκανε εκείνη τη στιγμή. Όμως μια φωνή μέσα της της είπε να μείνει ακίνητη. Να περιμένει. Σειρά της να δώσει χώρο και χρόνο.

“Θα κατέβεις ή θα ανέβω εγώ;” είπε κάποια στιγμή η Σμαράγδα στο τηλέφωνο και φάνηκε σαν να είχε περάσει μια αιωνιότητα από την τελευταία φορά που είχε πει κάτι. Και λίγο μετά συμπλήρωσε “Εντάξει. Θα το δω και θα σε πάρω σε λίγο”, για να τερματίσει στη συνέχεια την κλήση με τη φίλη της.

Με αποφασιστικότητα κοίταξε τη Μάρω στα μάτια. Χρειάστηκε λίγα δευτερόλεπτα για να οργανώσει στο μυαλό της, αυτό που ήθελε να πει, πριν το προφέρουν τα χείλη της. Η Μάρω σαν να ήξερε, σαν να το ένιωθε, περίμενε να την ακούσει, σαν τον διψασμένο στην έρημο που περιμένει τη βροχή επιτέλους να πέσει!

“Θα μπω να κοιτάξω αεροπορικά εισιτήρια για Λονδίνο. Θα κάνω Χριστούγεννα εκεί φέτος. Θα έρθεις μαζί μου;”.

Το παραπάνω διήγημα δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στις 12 Δεκεμβρίου 2023 στο fractal magazine.

Leave a comment