Αυτό το άρθρο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο psychologynow.gr
“Μα πώς είναι δυνατόν να τον αγαπώ ακόμα; Γιατί να διαλέξω αυτόν εξ αρχής κι όχι κάποιον άλλον πιο κατάλληλο για ‘μένα;” με ρώτησε κάποτε μια θεραπευόμενη μου.
“Νιώθω πως δεν μπορώ να είμαι πλήρως αφοσιωμένος σε μία σχέση. Δεν το μπόρεσα ποτέ γιατί ίσως δεν ξέρω και πώς είναι. Οι γονείς μου παρέμειναν παντρεμένοι για τα παιδιά τους, αλλά δεν νομίζω ότι ήταν ποτέ πραγματικά μαζί. Ο καθένας ζούσε τη ζωή του κι ας έμεναν στο ίδιο σπίτι” μου διηγήθηκε κάποτε ένας θεραπευόμενος μου.
“Δεν το είχα συνειδητοποιήσει μέχρι τη στιγμή που ο κολλητός μου μού είπε πως η κοπέλα μου μοιάζει εμφανισιακά με τη μητέρα μου. Το σκέφτηκα κι όταν την παρατήρησα καλύτερα, είδα πως είχε δίκιο” μου είπε σχετικά πρόσφατα ένας φίλος.
“Δεν ξέρω γιατί συμβαίνει αυτό αλλά κι ο τωρινός σύντροφος μου του μοιάζει. Νιώθω πως όσο κι αν προσπαθώ να το αποφύγω δεν ωφελεί. Όλοι οι άντρες που ερωτεύτηκα τα τελευταία χρόνια, είχαν κοινά χαρακτηριστικά μ’ εκείνον” μου είπε μια άλλη φίλη πριν λίγο καιρό.
Τι κοινό έχουν όλες οι παραπάνω ομολογίες; Μπορεί για κάποιον που δύσκολα συνδέει δεδομένα και καταστάσεις, όλα τα παραπάνω να μοιάζουν κάπως ασύνδετα. Όμως, για ένα έμπειρο μάτι όλα αυτά συνδέονται κάτω από ένα γενικό συμπέρασμα: Οι άνθρωποι συχνά αγαπάμε όχι αυτούς που θα ‘πρεπε “για το καλό μας”, αλλά συχνά αυτούς που μας φαίνονται κάπως “γνώριμοι”. Ίσως δεν μπορούμε να καταλάβουμε γιατί μας ελκύουν, γιατί μας μαγνητίζουν περισσότερο από πολλούς άλλους, ενώ κάπου μέσα μας ίσως ξέρουμε ότι “δε θα ‘πρεπε” να τους επιλέξουμε.Read More »