Μια Ελληνίδα ψυχολόγος στο Ρότερνταμ: Νέα σειρά βίντεος

Μες στον Οκτώβριο ανέβασα στο κανάλι μου στο YouTube 2 νέα βίντεος στα οποία μιλάω για το πώς εργάζομαι ως ψυχολόγος στην Ολλανδία κάνοντας παράλληλα διαδικτυακές συνεδρίες με ανθρώπους σε πολλές διαφορετικές χώρες, καθώς και το πώς μπορεί να ξεκινήσει κάποιος από το μηδέν και να φτιάξει τη δική του δουλειά.

Βίντεο: Μια Ελληνίδα Ψυχολόγος στο Ρότερνταμ – Μέρος 1ο

Σε αυτό το βίντεο μεταξύ άλλων απαντώ στις ερωτήσεις:

– Σε ποιες γλώσσες κάνω συνεδρίες;

– Διαδικτυακές ή διά ζώσης συνεδρίες και γιατί;

– Ένας μετανάστης ψυχολόγος καταλαβαίνει καλύτερα τους μετανάστες;

Βίντεο: Μια Ελληνίδα ψυχολόγος στο Ρότερνταμ – Μέρος 2ο

Σε αυτό το βίντεο μεταξύ άλλων απαντώ στις ερωτήσεις:

– Πώς ξεκινάς τη δική σου δουλειά στην Ολλανδία;

– Πώς χτίζει ένας ελεύθερος επαγγελματίας τη φήμη του στο εξωτερικό;

– Πώς μπορώ να προωθήσω τη δουλειά μου ως ελεύθερος επαγγελματίας;

– Τι κάνω όταν νιώθω ότι κάτι δεν είναι για μένα;

***

Θα χαρώ να διαβάσω σχόλια και να λάβω ανατροφοδότηση για τα παραπάνω βίντεος! Και πού ξέρετε; Μπορεί μια μέρα να υπάρξει και τρίτο μέρος! 🙂

“Τρέξε να σωθείς, η ζωή σε καλεί” του Boris Cyrulnik

Μια ιδιαίτερη αυτοβιογραφία ενός Γαλλοεβραίου νευροψυχιάτρου ο οποίος σε παιδική ηλικία επιβίωσε από το Ολοκαύτωμα και τέσσερις δεκαετίες μετά βρίσκει τη δύναμη και νιώθει την ανάγκη και τη θέληση να πει την ιστορία του, η οποία – όπως οι ζωές όλων μας – είναι πολυ-ιστορημένη, πολυσύνθετη, περίεργη και ενδιαφέρουσα.

Με φόντο τις διώξεις των Εβραίων κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Boris Cyrulnik πήγαινει πίσω -μπρος στη ζωή του, πότε θυμάται τον εαυτό του παιδί και πότε ως έφηβο ή ενήλικα και προσπαθεί μέσα από flashbacks αλλά και πλέον διασταυρωμένα γεγονότα να μιλήσει για την ιστορία του, όχι όμως για να κάνει μια απλή “δημοσιογραφική” καταγραφή όπως θα υπέθετε κανείς, αλλά για να δώσει τη δική του ερμηνεία, σκοπιά και άποψη για συλλογικά βιώματα, ελπίζοντας να βοηθήσει τον όποιον άνθρωπο μπορεί να βοηθηθεί μέσα από όσα διαβάζει.

Read More »
image credit: Ben White / unsplash.com

8 λέξεις που έμαθα καλύτερα μες το 2020 (και θέλω να τις θυμάμαι και μες το 2021!)

Το άρθρο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο psychologynow.gr

Μπορώ να πω με αρκετά μεγάλη σιγουριά πως το 2020 ήταν η πιο περίεργη και διαφορετική και μοναδική στο είδος της χρονιά, τουλάχιστον με βάση όσα έχει ζήσει η δική μου γενιά. Διανύοντας πλέον το 33ο έτος της ζωής μου συνειδητοποιώ πως σαν τη χρονιά που ζήσαμε δε μπορώ να θυμηθώ τα τελευταία 30 τόσα χρόνια τίποτε αντίστοιχο, σε παγκόσμια κλίμακα.

Δεν είναι τυχαίο που εδώ και μήνες – είτε στα αστεία, είτε στα σοβαρά – πολλοί ζητούσαν να περάσει ο καιρός και να φύγει το 2020. Πιθανότατα το έτος που μας αποχαιρέτησε θα γραφτεί στην ανθρώπινη ιστορία ως μια πολύ δύσκολη χρονιά, ενώ ίσως μερικοί για τους δικούς τους λόγους επιθυμούν να την ξεχάσουν σαν να μην υπήρξε ποτέ.

Έχουν γραφτεί κατά καιρούς πολλά άρθρα για την – συνειδητή ή ασυνείδητη – προσδοκία που κατακλύζει τους περισσότερους από εμάς κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, η οποία εκφράζεται ως ευχή “Ας είναι η επόμενη χρονιά καλύτερη απ’ αυτή που φεύγει”. Είναι ίσως μια ανάγκη του μέσου ανθρώπου να πιστέψει πως τα άσχημα και τα δύσκολα πέρασαν (ειδικά αν κάποιοι έχουν να θυμούνται πολλές, έντονες προκλήσεις κατά τη διάρκεια της χρονιάς που φεύγει) και τα όμορφα και τα ευχάριστα είναι πια μπροστά και μας περιμένουν!

Προσωπικά, εδώ και χρόνια έχω πάψει να χωρίζω τις χρονιές σε “καλές” και “κακές”, ίσως γιατί με την πάροδο του χρόνου διαπίστωσα πως όλες οι οριζόμενες χρονικές περίοδοι (ένα έτος, ένας μήνας κλπ.), αλλά και όλες οι καταστάσεις αν μπορούσαν να “κριθούν”, λογικά θα έπαιρναν ταυτόχρονα θετικό και αρνητικό πρόσημο. Θεωρώ πως το πρόσημο σε κάθε περίσταση της ζωής είναι διπλό, είτε έχουμε την ικανότητα να το αντιληφθούμε άμεσα, είτε έμμεσα. Ίσως το συνειδητοποιήσουμε σε μια πιο κατάλληλη για εμάς, μελλοντική στιγμή.

Έτσι το 2020 έφυγε κι ενώ ήταν αδιαμφισβήτητα μια δύσκολη κι απαιτητική χρονιά τόσο για ‘μένα όπως και για την πλειονότητα των ανθρώπων, παράλληλα αναγνωρίζω πως μου άφησε και κάποια “δώρα” που υπό άλλες συνθήκες θα τα είχα παραλάβει είτε καθυστερημένα ή ενδεχομένως θα τα είχα σε άλλη συσκευασία και μορφή ή μπορεί ακόμη να μην τα είχα λάβει και καθόλου.

Έτσι κόντρα στην ιδέα του “ας φύγει αυτό το έτος, για να έρθει το νέο καλύτερο”, την οποία παρ’ όλα αυτά σέβομαι και κατανοώ γιατί κάποιοι άνθρωποι είμαι βέβαιη πως πόνεσαν πολύ και ξεπέρασαν πολλές φορές τα όρια τους κατά τη διάρκεια των προηγούμενων μηνών, αποφασίζω να μοιραστώ τις δικές μου σκέψεις οι οποίες δεν είναι απόλυτα θετικές και αισιόδοξες, ούτε όμως είναι πεσιμιστικές.

Είναι σκέψεις αποδοχής, σκέψεις που ήρθαν αιφνιδίως και κάπως απρόσμενα ή σκέψεις στις οποίες κατέληξα κατόπιν πολύωρης επεξεργασίας και ίσως αμφισβήτησης κι αμφιβολίας (των πάντων μα πάνω απ’ όλα του ίδιου μου του εαυτού και των προσωπικών μου – καλά ριζωμένων – πεποιθήσεων).

Read More »

Άνθρωποι τρίτης κουλτούρας: Μια προσωπική ιστορία

Πριν κάποια χρόνια άκουσα για πρώτη φορά τη λέξη “third culture kid” όταν είχα παρευρεθεί σ’ ένα επαγγελματικό σεμινάριο, στη Χάγη της Ολλανδίας. Η Χάγη είναι η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Ολλανδίας και μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού της αποτελούν μορφωμένοι, ακριβοπληρωμένοι μετανάστες (εδώ τους λέμε expats) οι οποίοι συχνά μετακομίζουν για λίγα ή περισσότερα χρόνια σ’ αυτή την πόλη με τα υπουργεία, τις πρεσβείες και τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς. Οι περισσότεροι άνθρωποι που θα έρθουν να ζήσουν λίγο ή πολύ σ’ αυτή την πόλη, θα έρθουν ή με τον/την σύντροφο τους ή ακόμη και με τα παιδιά τους, εφόσον έχουν. Τα παιδιά αυτά θα μεγαλώσουν σε μια νέα πόλη, σε μια νέα χώρα, με ανθρώπους γύρω τους που δεν ξέρουν και σιγά-σιγά θα γνωρίσουν, μιλώντας τη γλώσσα ή τις γλώσσες των γονέων τους, αλλά μαθαίνοντας φράσεις και λέξεις από πολλές άλλες γλώσσες. Θα έρθουν με την κουλτούρα των γονέων τους και της ευρύτερης οικογένειας τους και θα αναμειχθούν με την υπάρχουσα κουλτούρα του μέρους στο οποίο μένουν. Και σιγά-σιγά θα αποκτήσουν χωρίς πάντα απόλυτα να το συνειδητοποιούν, μια νέα κουλτούρα. Μια “τρίτη κουλτούρα”.

Τα τελευταία χρόνια το θέμα των παιδιών τρίτης κουλτούρας έχει απασχολήσει παιδαγωγούς και επαγγελματίες κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών, όσο λίγα. Είναι τέτοια η επίδραση της τρίτης κουλτούρας στη διαμόρφωση τόσο νέων ανθρώπινων δεξιοτήτων (π.χ. υψηλή προσαρμοστικότητα), όσο και νέων κοινωνιών που απαρτίζονται σε μεγάλο βαθμό από ανθρώπους τρίτης κουλτούρας και τις υπό μια έννοια “ιδιαίτερες” ζωές τους, ώστε πλέον μοιάζει με επιτακτική ανάγκη το να μιλήσουμε περισσότερο για τους ανθρώπους που κάθε μέρα ζουν μ’ αυτήν. Και να τους καλέσουμε με τις πλούσιες ιστορίες τους να μας χαρίσουν μεγαλύτερη κατανόηση για τις εμπειρίες, τις επιλογές και τα συναισθήματα των ανθρώπων οι οποίοι θέλοντας και μη, αντιμετωπίζουν την διαρκή αλλαγή ως αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής τους κι ίσως εντέλει και της ύπαρξης τους.

Η επίδραση της τρίτης κουλτούρας είναι ένα σαρωτικό γεγονός, τόσο για τη ζωή ενός παιδιού, όσο και για τη ζωή ενός ενήλικα (κι ας πιστεύουν κάποιοι λανθασμένα πως οι ενήλικες μπορούν να διαχειριστούν πολύ καλύτερα τα αποτελέσματα τέτοιων επιδράσεων). Η στιγμή που συνειδητοποιείς πως φεύγεις από τον προστατευμένο οικογενειακό σου κύκλο, απομακρύνεσαι από το μέρος που αποκαλούσες από τη στιγμή που γεννήθηκες “σπίτι” και αποχωρίζεσαι όσα έμαθες και κάπως θεωρούσες στη μέχρι τώρα ζωή σου δεδομένα, θα είναι πάντα τραυματική. Και απελευθερωτική. Και αυτά τα δύο θα ισχύουν πάντα, σχεδόν ταυτόχρονα.

Μετά απ’ τη στιγμή (ή τις στιγμές) συνειδητοποίησης δεν είσαι ποτέ ξανά ο ίδιος άνθρωπος. Αλλάζεις, αλλά η αλλαγή πια δεν προκύπτει σ’ ένα περιβάλλον που αντιλαμβανόσουν πάντα ως ασφαλές και γνώριμο. Γίνεται σε άγνωστα, αχαρτογράφητα εδάφη που χρειάζεται χρόνο και υπομονή για να τα ανακαλύψεις. Κι αυτό είναι που κάνει την όλη εμπειρία τρομακτική και μαζί συναρπαστική!

Οι άνθρωποι που θα συναντήσεις στα νέα μέρη θα σε βοηθήσουν ή και θα σε δυσκολέψουν να καταλάβεις και ν’ αποδεχθείς. Θα έρθουν στιγμές που θα νιώσεις σαν στο σπίτι σου και στιγμές που θα νιώσεις ξένος (βέβαια στην αρχή αυτό ακριβώς είσαι και το ξέρεις κι εσύ και οι άλλοι). Όμως κι αυτό θ’ αλλάξει, γιατί εσύ θ’ αλλάξεις. Θα μάθεις, θα κατανοήσεις, θ’ αποδεχθείς και ίσως αγαπήσεις κάτι απ’ αυτό το άγνωστο που σιγά-σιγά γίνεται γνώριμο. Κι έτσι θ’ αποκτήσεις τη λεγόμενη “τρίτη κουλτούρα”. Θα κουβαλάς πάντα την κουλτούρα με την οποία ξεκίνησες τα πρώτα χρόνια της ζωής σου (και με την οποία θα έρχεσαι πάντα σ’ επαφή μέσω της οικογένειας σου), ενώ θα έρχεσαι καθημερινά σ’ επαφή με τη νέα, περίεργη – για εσένα – κουλτούρα του νέου τόπου στον οποίο ζεις μόνος ή με την νέα σου οικογένεια. Τελικά θα δεις μετά από καιρό πως δεν είσαι ο ίδιος άνθρωπος γιατί δε ζεις κι αναπνέεις με τους κανόνες και τους νόμους, τα ήθη και τα έθιμα, τις συνήθειες και τις ιδέες μιας μόνο κουλτούρας. Όλα στη ζωή σου πια είναι συνδεδεμένα με δύο κόσμους, δύο μέρη, δύο φυλές ανθρώπων και δύο κουλτούρες. Κι εσύ ανάμεσά τους, δεν ανήκεις πλέον σε καμία απ’ τις δύο. Είσαι λίγο-πολύ και οι δύο μαζί. Ταυτόχρονα. Κι αυτό είναι επίσης, τρομακτικό και συναρπαστικό! Έχεις μια τρίτη κουλτούρα που είναι μοναδική στο είδος της και είναι όλη δική σου. Τη φτιάχνεις κάθε μέρα, απλά ζώντας την κάπως διαφορετική ζωή σου.

Η δική μου εμπειρία ζωής

Στις 28 Αυγούστου 2012 προσγειώθηκα στο αεροδρόμιο του Ντίσελντορφ της Γερμανίας, χωρίς φυσικά να συνειδητοποιώ πως από εκείνη τη μέρα κι έπειτα η ζωή μου θα άλλαζε για πάντα, με τρόπο που δε θα μπορούσα ποτέ να είχα φανταστεί.

Παρέα με δυο άλλους Έλληνες – μια κοπέλα κι ένα παλικάρι – σέρναμε τις υπέρογκες βαλίτσες μας στο σταθμό των τρένων της πόλης με σκοπό να φτάσουμε στην πόλη Μάαστριχτ, της Ολλανδίας. Εκεί για τον επόμενο 1 χρόνο της ζωής μας ξέραμε και οι τρεις πως θα κάναμε ένα μεταπτυχιακό. Τα υπόλοιπα τα ανακαλύψαμε σιγά-σιγά στην πορεία.

Δε θα ξεχάσω ποτέ το πρώτο βράδυ σ’ εκείνο το νοικιασμένο, φοιτητικό δωμάτιο μου σ’ ένα προάστιο του Μάαστριχτ. Ξάπλωσα στο καινούριο μου κρεβάτι να κοιμηθώ και όσο περνούσαν τα λεπτά πάθαινα κρίση πανικού. Ταχυκαρδία, ζαλάδα, αίσθηση ότι έχω εγκλωβιστεί κι ότι θέλω να γυρίσω σπίτι μου. Ήμουν 24 χρονών και δεν είχα ζήσει ποτέ για παραπάνω από 2 εβδομάδες εκτός Ελλάδος. Πώς θα το έκανα τώρα για έναν ολόκληρο χρόνο; Σ’ ένα μέρος που δεν ήξερα κανέναν και άρα δεν είχα κανέναν; Εγώ τώρα έπρεπε να είμαι εδώ, να σπουδάζω και να ζω σαν να μη συμβαίνει τίποτα; Σαν να είναι όλα καλά; Μα αφού δεν είναι, μα αφού εγώ δεν μπορώ καν να μείνω και να κοιμηθώ σ’ αυτό το σπίτι! Πώς θα το κάνω όλο αυτό;

Ήταν 3 το πρωί στην Ολλανδία (άρα 4 το πρωί στην Ελλάδα) και πήρα τηλέφωνο τον σύντροφο μου τρέμοντας ολόκληρη. Φυσικά και τον ξύπνησα, φυσικά και δεν περίμενε αυτό το τηλεφώνημα ξημερώματα μ’ εμένα τρομοκρατημένη, σχεδόν να κλαίω και να του λέω πως εγώ δε μπορώ να ζήσω σ’ αυτή τη χώρα και πως μάλλον το μετάνιωσα και θα πρέπει να γυρίσω πίσω στην Ελλάδα!

Δε θα ξεχάσω ποτέ την παροιμιώδη ψυχραιμία του και την απάθεια με την οποία μ’ άκουγε. Τότε το πήρα ως έλλειψη κατανόησης – ή ακόμη κι ενδιαφέροντος – αλλά τώρα ξέρω πολύ καλά τι ήταν: Ψυχραιμία και προσπάθεια να μην με πανικοβάλλει περισσότερο. Ήθελε να με ηρεμήσει και ήθελε να πέσω να κοιμηθώ. “Κοιμήσου να ξεκουραστείς κι αύριο να βγεις να γνωρίσεις τη γειτονιά σου” τον θυμάμαι να μου λέει. Αυτό ήταν. Κλείσαμε το τηλέφωνο και εγώ με το ζόρι έπεισα τον εαυτό μου να κλείσει τα μάτια του και να κοιμηθεί. Την επόμενη μέρα βγήκα έξω, έκανα τις πρώτες βόλτες μου στην περιοχή που ζούσα μαζί με άλλους φοιτητές και αγόρασα και κάποια ωραία, φτηνά πραγματάκια για να διακοσμήσω το δωμάτιο – μου. Μέσα στα επόμενα 24ωρα είχα μάθει τη γειτονιά ΜΟΥ και ανακάλυπτα σιγά-σιγά τη νέα πόλη ΜΟΥ. Κι από τότε άρχισα σιγά-σιγά να καταλαβαίνω τι σημαίνει να μην έχεις μόνο μία γειτονιά, μόνο μία πόλη, μόνο ένα μέρος ν’ αγαπάς.

Από τότε έχουν περάσει περισσότερα από 8 χρόνια κι εγώ πλέον γράφω αυτό το άρθρο καθισμένη στο σαλόνι του σπιτιού ΜΟΥ απ’ το Ρότερνταμ της Ολλανδίας. Εδώ ζω μ’ εκείνον – πλέον ζει κι αυτός στην Ολλανδία – κι έχει γίνει άντρας μου. Πολλά έχουν γίνει όλα αυτά τα χρόνια και πολλές φορές χρειάστηκε να πω αυτή την ιστορία ξανά και ξανά, ειδικά σε φίλους και φίλες που τα τελευταία χρόνια έφυγαν από την Ελλάδα για να ζήσουν – για λίγο ή για πολύ – σε άλλη χώρα. Θυμάμαι πάντα να λέω αυτή την ιστορία των πρώτων μου ημερών στην Ολλανδία τονίζοντας τα εξής: “Δεν είναι απαραίτητο να το βιώσεις έτσι. Δεν είναι για όλους το ίδιο. Σε περίπτωση όμως που νιώσεις κάπως έτσι, να ξέρεις πως είναι εντάξει. Κι άλλοι το έζησαν, κι άλλοι στο μέλλον θα το ζήσουν κάπως έτσι. Η αρχή είναι δύσκολη, μετά αλλάζεις εσύ κι όλα πηγαίνουν καλύτερα”. Δε θα ξεχάσω ποτέ έναν φίλο μου που πριν μερικά χρόνια με πήρε τηλέφωνο μεσάνυχτα, απ’ το νοικιασμένο δωμάτιο του σε μια μικρή πόλη της Δανίας, για να μου πει πως δε θα μπορέσει να κοιμηθεί εκεί και πως θέλει να γυρίσει στην Ελλάδα. Ή τη φίλη μου που μετά από μήνες κλεισμένη σ’ ένα στούντιο στην Ελβετία και διαβάζοντας πυρετωδώς, συνειδητοποίησε πως για πολλά χρόνια θα ζει εκτός Ελλάδος και μάλλον θα πρέπει ν’ αρχίσει ν’ αποκτά φίλους κι ενδιαφέροντα στο μέρος που βρισκόταν, αν ήθελε να την παλέψει ψυχολογικά! Καμιά φορά, όσες προειδοποιήσεις και να δώσεις, όσες φορές κι αν αφηγηθείς το βίωμα σου, πρέπει απλά ν’ αφήσεις τους ανθρώπους να ζήσουν το δικό τους μοναδικό βίωμα, στο μέρος, στην ώρα, στη σωστή συνθήκη γι’ αυτούς. Για να το διαχειριστούν και κάπως να το ξεπεράσουν.

Λέω τη λέξη “κάπως” γιατί απόλυτα δεν ξεπερνιέται. Είτε λιγότερο, είτε περισσότερο η διερώτηση του εάν ανήκω εδώ ή πού ακριβώς ανήκω ή αν πρέπει να φύγω και να πάω/επιστρέψω κάπου, θα επανέρχεται ξανά και ξανά στις ζωές όλων μας. Ίσως επειδή δε φανταζόμασταν πως οι ζωές μας θα άλλαζαν τόσο πολύ, κι όμως συνέβη.

“Πού είναι το σπίτι σου;” με ρώτησε κάποτε ένας μαθητής μου όταν εργαζόμουν σ’ ένα διεθνές σχολείο στο οποίο φροντίζουμε παιδιά απ’ όλες τις χώρες και τις κουλτούρες του κόσμου. Πού είναι το σπίτι μου; Πολύ δύσκολη ερώτηση ν’ απαντήσω γιατί δεν υπάρχει μία μόνο απάντηση που θα μπορούσα να δώσω. Τι ορίζουμε σπίτι; Το σπίτι που μένω; Το σπίτι που γεννήθηκα και μεγάλωσα; Τη χώρα που γεννήθηκα; Την πόλη που μένω τους τελευταίους μήνες; Είναι τόσα πολλά τα “σπίτια” που μερικοί άνθρωποι έχουν, που είναι πολύ δύσκολο να ορίσουν ένα και μόνο ως το σπίτι τους!

“Σπίτι δεν είναι ο τόπος, αλλά ο άνθρωπος” λέει ο άντρας μου όλα αυτά τα χρόνια κι εξηγεί πως το σπίτι του είναι οποιοδήποτε μέρος ζούμε μαζί. Αν το καλοσκεφτώ έχει δίκιο. Η μόνη μας σταθερά εδώ και 8 χρόνια είναι η σχέση μας. Όλα τ’ άλλα έχουν αλλάξει, έχουν μεταβληθεί πολλάκις και το μόνο στο οποίο στηριζόμαστε για να νιώθουμε “σπίτι” είναι η σχέση μας. Και ίσως σιγά-σιγά επειδή νιώθουμε ασφάλεια στο “σπίτι” μας, ανοιγόμαστε πιο εύκολα κι αγαπάμε και νιώθουμε κι άλλα πρόσωπα και καταστάσεις γύρω μας οικεία. Και μετά, μέσα απ’ τα δικά μας τα μάτια, τα αγαπούν κι άλλοι, κι ας μην τα έχουν δει ποτέ!

Εδώ και μερικά χρόνια με ρωτάνε όταν ταξιδεύω στο εξωτερικό (εννοώ όταν δεν βρίσκομαι ούτε στην Ολλανδία και ούτε στην Ελλάδα) από πού έρχομαι; Βέβαια το κάπως παραπλανητικό στα αγγλικά “Where are you from?” μάλλον εννοεί να δηλώσω την χώρα προέλευσης/καταγωγής, αλλά αναρωτιέμαι: Αν τελικά καταλήξεις να ζεις δεκαετίες μακριά απ’ αυτήν, τελικά έχει σημασία που γεννήθηκες; Πού είναι η ζωή σου; Πού ανθίζεις κι αγαπάς κι ονειρεύεσαι εσύ; Σε ποια χώρα νιώθεις ο εαυτός σου; Είδατε; Κι άλλες ερωτήσεις!

Η απάντηση που δίνω λοιπόν εδώ και χρόνια είναι πως είμαι από δύο χώρες. Απ’ την Ελλάδα κι απ’ την Ολλανδία. Κι αν δεν κατανοούν ακριβώς τι εννοώ, τότε εξηγώ καλύτερα. Τ’ ότι έχω ξεκινήσει πλέον τις διαδικασίες για να αποκτήσω δεύτερο διαβατήριο – το ολλανδικό – μου δείχνει πως είμαι πλέον αρκετά συμφιλιωμένη με την ιδέα πως ένα κομμάτι του ενήλικου εαυτού μου ανήκει πλέον στην Ολλανδία. Δεν υπάρχει λόγος να το αρνούμαι ή να με παραξενεύει. Αντίθετα, το αποδέχομαι και ζω μαζί του και μου αρέσει. Ποτέ δε φανταζόμουν πως θ’ άρχιζα να δένομαι και ν’ αγαπάω αυτή τη μικρή, κρύα χώρα του βορρά, αλλά να που τελικά κι αυτό συμβαίνει! Το άφησα να συμβεί κι εντέλει καλά έκανα. Δε το μετανιώνω και δε θα το άλλαζα.

Οι φίλοι μου με πειράζουν. “Σε λίγους μήνες θα είσαι Ολλανδέζα” μου λένε κοροϊδευτικά, κι ενώ χαμογελάω, σκέφτομαι: “Μα με έναν τρόπο ήδη δεν είμαι;”. Όλο και περισσότερο μιλάω ολλανδικά στην καθημερινότητα μου, αφιερώνω χρόνο να μαθαίνω τα νέα απ’ την ολλανδική τηλεόραση, προσπαθούμε με τον άντρα μου να μάθουμε πληροφορίες για την ιστορία και να βιώνουμε όσο καλύτερα μπορούμε τα έθιμα των Ολλανδών και να τρώμε τα φοβερά γλυκά τους και τα τρομερά τυριά τους και να γιορτάζουμε τη “Μέρα του Βασιλιά” κι ας μη φοράμε πάντα πορτοκαλί(!) και να κάνουμε εξυπηρετήσεις στους Ολλανδούς γείτονες μας, φυλώντας και παραδίδοντας τους δέματα απ’ το ταχυδρομείο και χαρίζοντας τους χριστουγεννιάτικες καρτούλες κάθε Δεκέμβριο. Δηλαδή, συγνώμη πόσο πιο Ολλανδοί να προσπαθήσουμε να γίνουμε; (Η ερώτηση εμπεριέχει τη δέουσα ποσότητα σαρκασμού!).

Εδώ και 8 χρόνια, κανονίζω εκδρομές στις ολλανδικές αργίες, αλλά μου λείπουν οι ελληνικές (Αχ αυτή η Καθαρά Δευτέρα και η Πρωτομαγιά!), γιορτάζω σχεδόν κάθε χρόνο δύο φορές το Πάσχα (μία Κυριακή το Καθολικό και μία το Ορθόδοξο), προσπαθώ να πηγαίνω στα πάρτυ για τα γενέθλια των Ολλανδών φίλων μου και να θυμάμαι να παίρνω τηλέφωνο στις ονομαστικές εορτές των Ελλήνων φίλων μου, κι ενώ τρώω με βουλιμία τις ολλανδικές πάστες tompouce, εντούτοις πολλά βράδια βλέπω ακόμη στον ύπνο μου πως καταβροχθίζω μία ION αμυγδάλου. Κι εδώ και χρόνια έχω πλέον δύο αγαπημένες πόλεις να επισκέπτομαι με νοσταλγία: Τη Θεσσαλονίκη που γεννήθηκα και μεγάλωσα και το Μάαστριχτ που έζησα τον ένα και μοναδικό μου χρόνο πραγματικής φοιτητικής ζωής. Είναι πλέον “το χωριό μου” όπως λέει ο άντρας μου κοροϊδευτικά. Αυτή είναι η ζωή μου εδώ και 8 χρόνια. Όχι κάπου στη μέση. Θα έλεγα καλύτερα, όλα μαζί, όμορφα μπερδεμένα και ενίοτε αλληλοσυνδεδεμένα.

Αν θα άλλαζα κάτι αν γυρνούσα τον χρόνο πίσω; Όχι, την “τρίτη κουλτούρα” που αποκτώ καθημερινά στη ζωή μου, δε θα την άλλαζα με τίποτα. Δε λέω πως θα ήταν χειρότερη ή καλύτερη η ζωή μου εάν στα 24 μου δεν έφευγα από την Ελλάδα, αλλά θα ήταν σίγουρα διαφορετική. Ξέρω πως σκεπτόμενη ένα τέτοιο υποθετικό σενάριο φοβάμαι ένα και μόνο πράγμα: Την πιθανότητα ύπαρξης ενός άλλου, διαφορετικού εαυτού μου, πιο μονόπλευρου και μονοδιάστατου. Και λέω φοβάμαι γιατί πλέον εκ του αποτελέσματος ξέρω ότι δε θα το ‘θελα. Δε θα ήθελα να μην είχα φύγει, δε θα ήθελα να μην είχα γνωρίσει όσα είδα κι έμαθα και κατάλαβα. Αυτά τα 8 χρόνια μακριά απ’ την Ελλάδα άλλαξα με τρόπο που δεν ήλπιζα και δεν ονειρευόμουν γιατί η ζωή συχνά ξεπερνά τη φαντασία. Ειλικρινά, τον πιο πολύπλευρο και χαλαρό και ευπροσάρμοστο και “ολλανδικό” εαυτό μου δε θα τον άλλαζα, όσο κι αν πονάνε όσα έχω αφήσει πίσω. Ναι, υπήρξαν – κι ακόμα υπάρχουν – πολλές δύσκολες στιγμές και μέρες που νιώθω πως είμαι σε αδιέξοδο σε διαφόρους τομείς της ζωής μου, αλλά πάντα κάθε κατάσταση σιγά-σιγά ξεκαθαρίζει και βελτιώνεται. Αρκεί να είμαστε ανοιχτοί και να δείχνουμε λίγο εμπιστοσύνη στη ζωή και σ’ όσα μας φέρνει. Κι από κοντά κι εμείς να ισιώνουμε το τιμόνι όταν χρειάζεται!

Εντέλει, πάντα εκεί καταλήγω: Είμαστε θαλασσοπόροι, ταξιδευτές. Οι άνθρωποι πάντα ήθελαν να φεύγουν απ’ τη στεριά για να ανακαλύπτουν νέα μέρη. Ναι, η θάλασσα συχνά δεν αστειεύεται αλλά και τι θα γινόμασταν χωρίς αυτήν και τα κύματα της να μας οδηγούν σε άγνωστες χώρες; Παρά τις δυσκολίες και τις αδιαμφισβήτητες προκλήσεις, τους κινδύνους και τη συνεχή ταλαιπωρία, κανένας άνθρωπος δε μετανιώνει που φεύγει για να γνωρίσει κάτι καινούριο. Δε μπορώ να πιστέψω κάτι διαφορετικό. Και δε λέω πως είναι εύκολο. Ποτέ δεν είναι. Χρειάζεται ίσως το θάρρος όλου του κόσμου για να το κάνεις αλλά αν εμπιστεύεσαι την ανάγκη σου να ζήσεις, να εξερευνήσεις, να μάθεις και να καταλάβεις, τότε αποδέχεσαι τη ζωή σου όπως έρχεται και τελικά καταφέρνεις να βρίσκεις λίγη (ή περισσότερη) χαρά παντού. Γιατί τελικά ακόμη και η ιδέα του “σπιτιού” είναι απλά μια ιδέα. Και οι ιδέες έχουν το καλό ότι αλλάζουν!

*Όλα τα παραπάνω είναι αφιερωμένα σε όσους και όσες αναγνώρισαν, περισσότερο ή λιγότερο, τον εαυτό τους και τη ζωή τους, σε όσα διάβασαν. Στους ταξιδευτές της ζωής.

Τρόποι να “αγγίξουμε” την αγάπη

IMG_20160828_125107

Ο Λεό Μπουσκάλια στο βιβλίο του “Αγάπη” λέει μεταξύ άλλων πως η αγάπη είναι κάτι που διδάσκεται, μαθαίνεται και χτίζεται σιγά-σιγά. Ο άνθρωπος δεν γεννιέται ξέροντας ν’ αγαπάει τους άλλους, αντίθετα όλοι γεννιόμαστε εγωκεντρικοί. Αν παρατηρήσετε καλά ένα ανθρώπινο ον ηλικίας 1-2 ετών θα διαπιστώσετε την ανάγκη του να έχει όλη την προσοχή και την αγάπη στραμμένη πάνω του. Σιγά-σιγά, μεγαλώνοντας θα μάθει πως να μοιράζεται, να δίνει, ν’ αγαπάει. Κι αυτή η πορεία προς την αγάπη δεν τελειώνει ποτέ. Ακόμη και στην ενήλικη ζωή μας δεν παύουμε να είμαστε “βρέφη” που ζητάμε όλοι την αγάπη για μας ενώ ταυτόχρονα παλεύουμε να μάθουμε πως να μοιραζόμαστε τον εαυτό μας, τη ζωή μας, τα συναισθήματα μας.

Υπάρχει άραγε κάτι που να μπορεί να μπλοκάρει όλη αυτή την πορεία προς την αγάπη; Σύμφωνα με τους ειδικούς ψυχικής υγείας ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια μας προς την αγάπη είναι η έλλειψη εμπειρίας και γνώσης που έχουμε γι’ αυτήν. Με άλλα λόγια οι άνθρωποι δεν αγαπάμε αρκετά όχι απαραίτητα επειδή δε θέλουμε, αλλά επειδή δεν ξέρουμε πως ν’ αγαπάμε. Δεν ξέρουμε πως να δημιουργούμε εμπειρίες αγάπης, δεν ξέρουμε πως να δίνουμε τον εαυτό μας στους άλλους. Συχνά μάλιστα πιστεύουμε πως το ν’ αγαπάμε είναι δύσκολη κι απαιτητική διαδικασία ξεχνώντας βέβαια πως η αγάπη μπορεί να μας χαρίσει απεριόριστη ευχαρίστηση κι ευτυχία. Αν υπήρχε κάποιος κοντά μας να μας υπενθυμίζει συχνά πως η αγάπη μας κρατάει ζωντανούς και μας έδινε ιδέες για το πώς ν’ αγαπάμε τότε ίσως όλοι μας να τα πηγαίναμε καλύτερα με την αγάπη.Read More »

Σημειώσεις απ’ το βιβλίο “Αγάπη” του Λεό Μπουσκάλια

IMG_20160731_135408

O Λεό Μπουσκάλια είναι ο συγγραφέας του πολύ γνωστού βιβλίου “Να ζεις, ν’ αγαπάς και να μαθαίνεις” και πολλών άλλων βιβλίων ψυχολογίας και φιλοσοφίας. Σ’ όλη του τη ζωή υπήρξε παράδειγμα ανθρώπου που ζούσε την κάθε μέρα του με τόλμη, συνείδηση κι αγάπη για τη ζωή και τους ανθρώπους. Τα βιβλία του διαβάζονται μέχρι σήμερα ως οδηγοί ευημερίας και προσωπικής ανάπτυξης. Στο βιβλίο του “Αγάπη” επιδιώκει ν’ αναλύσει τη φύση της αγάπης με όλους τους πιθανούς τρόπους: η αγάπη σαν συναίσθημα, σα γνωστικό φαινόμενο, σαν προσωπική και κοινωνική ανάγκη, σαν μιμητική πράξη. Ιδού μερικές σημειώσεις που κράτησα διαβάζοντας το βιβλίο αυτό:Read More »

Tips για να πάνε καλά οι εξετάσεις

20160610_100456

Όλοι σε κάποια φάση της ζωής μας κληθήκαμε ή θα κληθούμε να δώσουμε εξετάσεις. Εξετάσεις απ’ αυτές που πρέπει να διαβάσουμε αρκετά, να ξεκαθαρίσουμε και να κατανοήσουμε αυτά που διαβάζουμε κι έπειτα να τα κρατήσουμε στη μνήμη μας προκειμένου να πάμε και να γράψουμε όσο καλύτερα μπορούμε. Όμως, πόσο δύσκολο είναι να προετοιμαστούμε καλά για τις εξετάσεις μας και τελικά να έχουμε το θετικό αποτέλεσμα που επιθυμούμε; Η σωστή προετοιμασία προϋποθέτει κάποιους παράγοντες οι οποίοι αναλύονται παρακάτω.Read More »

Σημειώσεις απ’ το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι “Να σου πω μια ιστορία”

20160421_174753

Ο Χόρχε Μπουκάι δε χρειάζεται πολλές συστάσεις. Γνωστός γιατρός και ψυχοθεραπευτής έχει γράψει δεκάδες βιβλία αυτογνωσίας, φιλοσοφίας και ψυχολογίας. Το “Να σου πω μια ιστορία” είναι από τα πιο γνωστά και διαβασμένα του βιβλία. Αποτελείται από μια σειρά όμορφων ιστοριών λαϊκής σοφίας και φιλοσοφικής σκέψης. Διαβάζοντας το κράτησα κάποιες σημειώσεις τις οποίες θέλω να μοιραστώ μαζί σας.Read More »

Τι να γίνω όταν μεγαλώσω;

20150513_201108

Από τότε που θυμόμαστε τους εαυτούς μας ως μικρά παιδιά διάφοροι γύρω μας μας ρωτούσαν “Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;” κι εμείς ανάλογα με την ηλικία στην οποία βρισκόμασταν, τα γούστα μας που άλλαζαν, τις επιρροές εκείνης της περιόδου, απαντούσαμε διάφορα, όπως αστυνομικός, γιατρός, συγγραφέας ή ανθοπώλης. Μετά από κάποια ηλικία είμαστε εμείς οι ίδιοι που πρέπει ν’ απαντήσουμε στο λίγο διαφορετικό ερώτημα: “Τι να γίνω όταν μεγαλώσω;”. Για τον κάθε άνθρωπο η απόφαση αυτή είναι μοναδική και η οριστικοποίηση της εξαρτάται από διαφορετικούς παράγοντες (π.χ. οικονομικές απολαβές, επαγγελματική καταξίωση, εύκολη επαγγελματική αποκατάσταση, δημιουργικότητα κι ευελιξία στο επαγγελματικό περιβάλλον, κόστος σπουδών ή χρονική διάρκεια φοίτησης σε σχολή).Ο/η καθένας/καθεμιά με βάση τα όνειρα, τις φιλοδοξίες του/της και το πώς φαντάζεται το μέλλον του/της καλείται να πάρει την πιο σωστή απόφαση. Τι χρειάζεται όμως να θυμάται πριν αλλά κι αφού πάρει την απόφαση;Read More »

Σημειώσεις απ’ το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι “Απ’ την αυτοεκτίμηση στον εγωισμό”

20151106_193509Ο Χόρχε Μπουκάι είναι ένας ιδιαίτερα γνωστός ψυχοθεραπευτής μα πάνω απ’ όλα ένας πολύ γνωστός συγγραφέας του οποίου τα βιβλία έχουν πουλήσει εκατομμύρια αντίτυπα. Πριν λίγο καιρό ένας φίλος μου δάνεισε ένα βιβλίο του με τίτλο “Απ’ την αυτοεκτίμηση στον εγωισμό” λέγοντας μου πως είναι φοβερό και πως έπρεπε οπωσδήποτε να το διαβάσω. Το έκανα και – ενώ “επεξεργαζόμουν” το ομολογουμένως ενδιαφέρον περιεχόμενο του – κράτησα σημειώσεις. Ιδού:

– Εγωισμός σημαίνει αγάπη για το εγώ. Κάποιοι άνθρωποι πιστεύουν πως αν κάποιοι αγαπάνε πολύ τον εαυτό τους δε μπορούν ν’ αγαπάνε αρκετά τους άλλους. Αυτό δε μπορεί να ισχύει αφού σήμερα γνωρίζουμε πως πρώτα πρέπει να μάθουμε ν’ αγαπάμε τον εαυτό μας και μετά τους άλλους. Οι λόγοι για τους οποίους κάποιος μπορεί να μην έχει δυνατά αισθήματα για τους άλλους μπορούν να είναι πολλοί, ποτέ όμως δεν είναι από εγωισμό. Η αγάπη προς τους άλλους προέρχεται απ’ την ικανότητα και τη γνώση της αγάπης που διαθέτουμε για τον εαυτό μας.

– Όποιος λέει πως αγαπάει πολύ τους άλλους και λίγο τον εαυτό του λέει ψέμματα. Δεν γίνεται ν’ αγαπάει πολύ τους άλλους ενώ αγαπάει λίγο τον εαυτό του.

– Εγωιστής είναι αυτός που προτιμάει τον εαυτό του από τους άλλους. Και πού είναι το κακό;

– Η ενήλικη αγάπη προκύπτει όταν ένας άνθρωπος σταματά λίγο να επικεντρώνεται στις δικές του ανάγκες και ξεκινά με χαρά να προσφέρει στον άνθρωπο που αγαπά.Read More »